Νότια Κρήτη

Οι Ναζί δεν σεβάστηκαν ούτε ιερό, ούτε όσιο.

Οι Ναζί δεν σεβάστηκαν ούτε ιερό, ούτε όσιο.

A-
A+
13/02/2018 | 13:31

Το περασμένο Σαββατοκύριακο 10-11 του μήνα δεν ήταν σαν όλα τα άλλα στη Μεσαρά,  είχε μια βαρύτητα ακόμα κι ο αέρας που αναπνέαμε. Ήταν ο άνεμος της θύμησης, εκείνης της θύμησης που επιμελώς και με περίσσια σπουδή ανέσυρε από το χρονοντούλαπο ο Δήμος Φαιστού και πιο συγκεκριμένα η Γεν. Γραμματέας του Δήμου κα Σοφουλάκη, με την έγκριση του φωτισμένου δημάρχου κου Αρμουτάκη και των εκλεκτών συνεργατών του κο αντιδήμαρχο Παιδείας – Πολιτισμού και Αθλητισμού  Ξηρουδάκη Γιάννη και τον αξιολογότατο κο Κώστα Βογιατζάκη. Πέρασαν τα χρόνια και η μνήμη ασθενής και ανήμπορη καταλάγιασε γιατί φοβόταν  πως αν αναθαρρέψει  θύελλα θα ξεσήκωνε.

Ο Σεβασμιώτατος ιεράρχης Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριος στον εισαγωγικό του λόγο τη βραδιά έναρξης της εκδήλωσης στο Τυμπάκι με πίκρα και εσωτερική θλίψη ενωμένη με τη θλίψη όλων των Τυμπακιανών ανέφερε πως ο παππάς του μικρού Ι.Ναού του αγ. Τίτου είπε στον στρατιώτη κατακτητή να μην γκρεμίσει την εκκλησία, αλλά αυτός άκουγε την προσταγή του Ναζισμού – πιο δυνατή από την σεμνή παράκληση του ιερέα-αλλά η θεία Δίκη έδωσε πάραυτα την λύση, κι έτσι απεφεύχθη το γκρέμισμα του ναού.

Δυστυχώς δεν ξέφυγε ο λαός του Τυμπακίου τον ξεριζωμό και τον απόλυτο εξευτελισμό της προσωπικότητας ενός εκάστου. Η γερόντισσα από το Πετροκεφάλι κα Τερζάκη θυμάται… ήμουν μόλις 8 χρόνων κι εκείνη την αποφράδα ημέρα μεγάλωσα απότομα γιατί έπρεπε να θάψω τον πατέρα μου. Όμως και σ΄αυτό το χρέος οι Ναζί ήταν κατώτεροι των περιστάσεων. Βομβάρδισαν ανελέητα το Τυμπάκι κι εμείς -ιερέας και οικογένεια- περάσαμε το φέρετρο μέσα από τις ελιές για να μην μας βρει καμιά βόμβα.. Θυμάται ακόμα, πως το Πετροκεφάλι ήταν γεμάτο από εξόριστους Τυμπακιανούς κι όπως χαρακτηριστικά μου περιγράφει, ήταν λέει οι όψεις τους σαν να έβγαιναν από τους τάφους των!

Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου για να βρει τούτος ο τόπος δικαίωση.

Όχι πια στην σιωπή, όχι πια στις αφηγήσεις της γιαγιάς που εγκατέλειψε  το τόπο της για να τον ισοπεδώσουν αργότερα οι Ναζί φασίστες του Γ’ Ράιχ κι εκείνη με τα λιγοστά υπάρχοντα στο γαϊδουράκι, να τραβάει για άλλη γη να εναποθέσει τα όνειρά της και τις ελπίδες της, αυτές τις λίγες που της έδιναν νόημα ζωής για αντίσταση.

Τώρα,  ήταν εκεί η κα Claudia Roth, Αντιπρόεδρος της Ομοσπ. Βουλής Γερμανίας.  Ο λόγος της συγκινητικός και απολογητικός συνάμα, μου θύμισε τις αρχαίες Ερινύες που έρχονταν και ξανάρχονταν για να οδηγήσουν στην τελική λύτρωση. Ήρθε η ώρα σκέφτηκα, ήρθε η ώρα για την αναγνώριση των τόσων καταστροφών, για την ισοπέδωση αυτού του τόπου του μαρτυρικού Τυμπακίου και το ξεριζωμό των ανθρώπων από τη γη τους και το βιό τους, για τον εξευτελισμό της προσωπικότητας του ίδιου του Ανθρώπου…

Τι ειρωνεία, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα πάνω στις αιώνιες πέτρες είναι χαραγμένοι οι νόμοι οι πανανθρώπινοι για τα δικαιώματα του Ανθρώπου.. τι ειρωνεία στ’ αλήθεια κι ένα δάκρυ κλεφτά ξέφυγε και κύλισε στο μάγουλο μου κι ενώθηκε με τα δάκρυα του ουρανού που εκείνη την ώρα άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του.

Μίλησαν όλοι, οι εκπρόσωποι του Ελληνικού κοινοβουλίου οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο Περιφερειάρχης Κρήτης κος Αρναουτάκης πάντα παρών και με περισσή σπουδή στα γεγονότα του τόπου. Όμως η ανθρώπινη βιωματική ομιλία του Τυμπακιανού κ. Λενακάκη Ανδρέα εκπαιδευτικού, μας συνεπήρε. Σας παραθέτω αποσπάσματα του λόγου του:

 

“Άφησα στην άκρη την επιστημονική μου ιδιότητα και προτίμησα τη βιωματική παρουσίαση, καθώς όλα όσα θα ακούσετε είναι στην πλειονότητά τους προσωπικές θύμησες, οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα και οι οποίες διατηρούνται ακόμα ζωντανές στη μνήμη μου” άρχισε ο εκλεκτός ομιλητής.

Ταπεινός προσκυνητής στο βωμό της μνήμης, της ιστορικής μνήμης εκείνης που κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει.

 

“Με ποιες αντοχές ψυχής μπορείς να γυρίσεις στο έρημο Τυμπάκι και να σε αναγκάσει ο κατακτητής να γκρεμίσεις ο ίδιος με τα ίδια τα χέρια σου το ίδιο σου το σπίτι, να μεταφέρεις τις πέτρες και τα πελέκια στο χώρο του αεροδρομίου, να τα σπάσεις με τη βαριοπούλα μετατρέποντάς τα σε αδρανή υλικά, που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή του”; λέει παρακάτω στο λόγο του θέλοντας να μας δώσει εικόνες,  εικόνες πραγματικές να μην περάσει η μνήμη στη λήθη αλλά να ξεσηκωθεί με άρματα λόγου και να προχωρήσει προς τη δικαίωση.

 

Επιλέγω να τελειώσω αυτό το μικρό αφιέρωμα σ’ αυτόν τον μαρτυρικό τόπο – το Τυμπάκι Μεσαράς – το οποίο είναι μόνο η αρχή, με την αφήγηση  μνήμης του κου Λενακάκη Ανδρέα, ιερής και συγκινητικής συνάμα, ιερόν μνημόσυνον για τους προγόνους μας.

 

Έχω χρέος να θυμάμαι το μόχθο της μάνας μου, που για τρία ολόκληρα χρόνια, καθημερινά, χωρίς ούτε μια μέρα αργίας, ερχόταν πεζή από το Κλήμα στην περιοχή του αεροδρομίου, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, και έπλενε μαζί με άλλες γυναίκες τα ρούχα των ανδρών του κατακτητή. Έτσι έζησε τη ζωή της από τα 14 ως τα 17 της χρόνια. Χωρίς να τους προσφέρεται, φυσικά, διατροφή”.

 

Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].