επικαιρότητα

Το τραγούδι του Άη Γιώργη

Το τραγούδι του Άη Γιώργη

Σήμερα μερα γιορτινή

A-
A+
23/04/2017 | 10:30

‘Αγιε μου Γιώργη αφέντη καβαλάρη,

που ΄σαι ζωσμένος το σπαθί και το χρυσό κοντάρι,
τη φήμη και τη δόξα σου θέλω να ν’ αθιβάλω
που σκότωσες η το θεριό το δράκο το μεγάλο.
Που ήτονε στον τόπο μας σε ένα βαθύ πηγάδι
και ανθρώπους το ταϊζανε κάθε πρωί και βράδυ,
και αδέ ΄θελα του πάμενε άνθρωπο κάθε ώρα,
δεν άφηνε η το νερό να κατεβεί στη χώρα.
Και τα σκραφνιά ερίχνανε κι ότινος ‘θελα τύχει
πήγαινε το παιδάκι ντου στου λιονταριού τη βρύση.
Και τα σκραφνιά* επέσανε σε μια βασιλοπούλα,
απού την είχε ο κύρης της μοναχοριγοπούλα.

Ο κύρης τση ως το ΄κουσε εγύρισε και είπε.
-΄Ολο το βιός μου πάρετε και το παιδί μου αφήτε.
Τότε συρθήκανε σπαθιά, μαχαίρια ακονισμένα
η το παιδί σου θέμε εμείς, ή ζόρε πάμε εσένα.
-Εντινέ και πάρετε τηνε και κάμετε τη νύφη
και αμέτε τη του λιονταριού απόψε να δειπνήσει.
Δυο κορασίδες πέρνου ντη και κάνουνε ντη νύφη
και πάνε να τη δέσουνε στου λιονταριού τη βρύση.

Και όντε την περνούσανε απού τη μεγάλη σκάλα,
εβγήκενε η μάνα ντζη κι εφώνιαξε με κλάμα.
-Ας πω πως δε σε βύζασα γάλα απού τα βυζά μου
και πως δε σ΄ έπιασα μωρό ποτέ στην αγκαλιά μου.
Και βγήκε και ο κύρης τση με τη χρυσή κορώνα,
κι εκούμπησε τη κεφαλή στση πόρτας τη κολόνα.
-Ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ΄ είχα ποτέ μου,
και ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου και έσβησέ μου.
Ο Αϊ Γιώργης ήθελε τότε να βοηθήσει
και πέρασε η χάρη ντου από ΄κεινά τη βρύση.
-Τι έχεις κορασιδάκι μου και σ’ έχουνε δεμένο
και είσαι κλειστό και απόκλειστο και παραπονεμένο;
-Εμένα αφέντη μ΄ έχουνε συνήθειο στη βρύση
για να με φάει το θεριό και το νερό ν’ αφήσει.
-Κάτσε κορασιδάκι μου κάτσε να με ψειρίσεις
και όντε θ΄ακούσεις το θεριό γοργά να με ξυπνήσεις.
-Άντες εδά στρατιώτη μου να πας εις το χωριό σου,
να μη σε φάει το θεριό, κρίμα την ομορφιά σου.

Στα γόνατά ντζη ακούμπησε για να τονε ψειρίσει,
και τρέχανε τα μάθια ντζη σαν το νερό στη βρύση.
Εκειά που τονε ψείριζε στου ύπνου τα κανάκια,
γροικά του δράκου τσι φωνές απού τα πηγαϊδάκια.
-Σήκω δα καβαλάρη μου που λες πως δε φοβάσαι,
να το σκοτώσεις το θεριό και μη βαροκοιμάσαι.
Σηκώνεται ανατολικά και κάνει το Σταυρό ντου,
μια κονταριά του βρόντηξε και κόβει το λαιμό ντου.
Και ξαναπαίζει ντου άλλη μια ανάμεσα στο στόμα,
και τότες έπεσε στη γη και ετάρασε στο χώμα.
Χρυσή καδένα έβγαλε απού το λαιμό το δένει,
χαρά μεγάλη εγίνηκε σ΄όλη την οικουμένη.
Διπλοκαβαλικεύγει το και πάει το στη χώρα.
-Να βασιλιά το τέκνο σου, ορίστε το παιδί σου,
και απού τα φύλλα τση καρδιάς, δώσε μου την ευχή σου.
-Να ζήσεις καβαλάρη μου για πε μου τ’ όνομά σου
και χάρισμα βασιλικό θα κάμω τα΄αφεδιάς σου.
-Γιώργη στραθιώτη λένε με απού τη Σκαρπαθία
κι αν θες να κάμεις χάρισμα κάμε μια εκκλησία,
και στα ζερβά και στα δεξά κάμε ένα καβαλάρη,
να προσκυνούν οι χριστιανοί και συ κι όποιος κι αν πάει.
Από το βιβλίο: “Τ’Ανώγεια και η Ιστορία τους”

Του Γεωργίου Σκουλά

 

 

 

Πηγή: Anogi