Νότια Κρήτη

Οργανοπαίχτες «τση παλιάς γενιάς» από το Αντισκάρι

Οργανοπαίχτες «τση παλιάς γενιάς» από το Αντισκάρι

Σταυρουλονικόλας-Σταυρουλογιώργης-Μιχελακογιάννης: ατόφιοι κρητίκαροι!

A-
A+
23/04/2020 | 14:23

Του Δημήτρη Κοτζάκη

Σταυρουλονικόλας, Σταυρουλογιώργης, Μιχελακογιάννης: Οργανοπαίχτες «τση παλιάς γενιάς», ατόφιοι κρητίκαροι: Και οι τρεις κατάγονται από το Αντισκάρι, ένα λεβεντοχώρι στο τέλος τση  οροσειράς των Αστερουσίων από τη μεριά του κόλπου τση Μεσαράς. Τα δυο αδέρφια Σταυρουλάκηδες τώρα γλεντούνε με τα όργανά ντωνε τσι Κρητικούς στον Κάτω Κόσμο. Ο Μιχελακάκης Γιάννης, με το παρανόμι «Κλαρινάς», ζει και βασιλεύγει και τη Γερμανία κυριεύγει. Θα μιλήσομε για λόγου ντου παρα

κάτω. Αυτά που θα σας παρουσιάσω σήμερο, αυτούσια, μου τα διηγήθηκε

ο Γιάννης ο «Κλαρινάς» σε κλινική του Ηρακλείου, που κατά σύμπτωση βρε

θήκαμε και οι δυο για ρεκτιφιέ στην περιοχή τση καρδιάς. Δε θα είναι

η βιογραφία τους. Θα είναι περιληπτικά, για να ιδούμε πώς συμπεριφερότανε

και πόσο όμορφοι ήτανε οι παλιοί κρητικοί.

Σταυρουλονικόλας  Για όσους δεν τονε ζήσανε από κοντά ήτανε ένας αγνός, καλοσυνάτος άθρωπος, λάτρης τση Κρήτης, τση μουσικής μας παράδοσης, τση παρέας  και τση φύσης. Για κείνο είχε σάξει ένα κατάλυμα στην ακροθαλασσιά, απάνω στα βράχια, στα Πλαθειά Περάματα. Η όμορφη αυτή παραλία είναι στο νότιο κρητικό πέλαγος, νότια από το Αντισκάρι. Στο ενδιάμεσο τση θάλασσας και το χωργιό βγαίνουν τα καλύτερα και πρωιμότερα κηπευτικά προϊόντα τση Ελλάδας, λόγω του ήπιου το χειμώνα κλίματος. Εκειά είχε το κονάκι ντου ο ωραίος Σταυρουλονικόλας και δεν το αποχωριζότανε, ανε η γης μαγάρι, που λέγανε οι παλιοί. Δηλαδή, με τίποτα. Όποιος πάει σε κείνα τα μέρη, θα ανταμοιμφθεί με το παρεπάνω.

  Ο Νικόλας, εκτός από τη μεγάλη αθρωπιά που τονε χαρακτήριζε, είχε κι άλλα

πλούσια χαρίσματα: μαντολινάρης με γλυκιές, νταλγκαδιάρικες πενιές. Σπουδαίος

αυθεντικός στιχουργός (μαντιναδολόγος και ποιητής). Τα χαρίσματά ντου τον είχανε

κάμει πολύ αγαπητό σε κείνα τα διάπαντα.  Η μοίρα, όμως, τ’άγραφε αλλιώς για

πάρτε ντου. Του στέρευε για πεσκέσι το χωρισμό και το μεγάλο καημό. Τόσο μεγάλο,

που το πήρε απόφαση και δεν εξαναπαντρεύτηκε!!! Τότες έβγαλε και ετραγούδιε, για

να μαϊνάρει τον πόνο του και την ατυχία ντου, τη μαντινάδα:

Μόνο τση μάνας μου ο καημός μπορεί να σε δικάσει,

       να τρέχεις για να πχιεις νερό κι η βρύση να φυράξει.

   Μια ν’άλλη με πολύ νόημα, που δεν ξεκαθαρίζει αν απευθύνεται στσι παλιούς

αθρώπους γή στσι σημερινούς, είναι η παρακάτω:

       Ξύπνα, καημένε Κόρακα, να ιδείς τσ’απόγονούς σου

       πράματα που τα κάνουνε και να’πομείνει ο νους σου.

Εγώ προσωπικά έτυχε να κάμω δυο φορές παρέα το Σαταυρουλονικόλα από το

Αντισκάρι και με συγκίνησε μνια μαντινάδα ντου, που ακολουθεί:

Τση Κρήτης τα ψηλά βουνα Θεοί τα κατοικούνε

       και στσι γιαλιές τση καθ’αργά Νεράϊδες τραγουδούνε.

   Την ευκή του Θεού να’χεις εκειά που’σαι λεβέντη Σταυρουλονικόλα,

Αντισκαριανέ Κρητίκαρε, σημαία στα Πλααθειά Περάματα!!!

Σταυρουλογιώργης  Αδερφός του Νικόλα. Σπουδαίος βιολάτορας τση

εποχής του. Όσοι τονε γνωρίσανε έχουνε να λένε πως, έπαιζε τόσο γλυκά και

παραπονιάρικα τσί διξαργιές του, απού άπαιρνε το νου τ’αθρώπου. Αλλά είχε ένα

τρελό και τόσο πιστό έρωτα με μια όμορφη κοπέλα, που, όταν απέτυχε η ένωσή τους,

τον έφαε το παντέρμο μαράζι και δεν είχε μάθια για καμνιά άλλη γυναίκα.

Αποτέλεσμα, να πομείνει ανύπαντρος, πιστός στον αληθινό έρωτα!!! Τότες έβγαλε

και ετραγούδιε με βαθύ παράπονο και νοσταλγία τσι μαντινάδες:

Ποθαίνω, και παράπονο έχω στον κόσμο μόνο,

       πως δε μπορώ να σε θωρώ στο χώμα που θα λιώνω!!!

 

Μια χάρη μόνο σου ζητώ, αν κούσεις πως ποθαίνω,

       να’ρθεις κοντά μου να σε ιδώ, για θα σε περιμένω!!!

   Αυτά για τα όμορφα αδέρφια Σταυρουλάκηδες, που τους έλαχε ο ίδιος δρόμος

στη ζωή τους, γιατί ήτανε τόσο αιστηματίες και τόσο ντόμπροι, όπως ταιργιάζει στσι

Κρητικούς άντρες…

Γιάννης Μιχελακάκης (ή Κλαρινάς)  Κλαρινά τονε λέγανε και τονε

κατέχανε, για ένα λόγο. Γιατί εγάτεχιε και έπαιζε κλαρίνο. Σπάνιο φαινόμενο παλιά

για την Κρήτη. Τώρα, πού και πώς το έμαθε, ρωτήσετε τον ίδιο, μιας και είναι ακόμη

εν ζωή. Ζεί και βασιλεύγει ο Κλαρινάς ο Γιάννης και τη Γερμανία μκυριεύγει. Εκειά,

από χρόνια, αυτός και τα παιδιά ντου εστεργιώσανε και κάμανε γνήσιες κρητικές

επιχειρήσεις και με τα εστιατώριά ντωνε έχουνε τροζάνει τσι Γερμαναράδες και

λοιπούς με τσι πεντανόστιμες και ασύγκριτες γεύσεις τση Λεβεντογένας. Αυτός έζησε

και χάρηκε όσα σας παρουσιάζω παραπάνω και παρακάτω. Εκτός από το κλαρίνο,

ο φίλος μας, έπαιζε και ασκομαντούρα απού ελέριζε και εξεταλάγιαζε τσι κοπελιές

τσι νυχτερινές ώρες απού εβγαίνανε στην καντάδα παρέα με τσι φίλους του. Μια από

αυτές θα ιδούμε επιτόπου.

Μια (ν)αργαδυνή η παρέα, με το Γιάννη στην ασκομαντούρα και το Διονύση

Ζαχαριουδάκη στο τραγούδι, εβγήκανε στην καντάδα σ’ένα χωργιό τση Κάτω Μεσαράς  να εκφράσουνε μουσικά στσι κοπελιές απού’χανε μπολιάσει την προτίμησή τους. Από την παρέα ο καλύτερος τραγουδιστής και κανταδόρος σε όλη την περιοχή ήτανε ο Ζαχαριουδάκης, αλλά και μαντιναδολόγος άλφα κατηγορίας. Στο φτερό μήβγανε τσι καλύτερες μαντινάδες. Ετραγούδιε τόσο ωραία, που του είχανε βγάλει το παρανόμι «Γούναρης». Ήτανε ακόμη ξακουστός χορευτής, που τονε μάθανε οι ονομαστοί  χορευταράδες και τζαγκαρηδες στσι Μοίρες αδερφοί Κεφαλάκηδες από τα Πιτσίδια. Εκεια ο Διονύσης μαθήτευε τη τζαγκαροσύνη και τσι χορούς. Για κείνο ήτανε και τεχνίτης  στη τζαγκαροσύνη. Έσαζε τα πιο σεξαλίμικα στιβάνια στο μπομπιανό δρόμο στσι Μοίρες. Βγήκανε, που λέτε, στην καντάδα. Ο Κλαρινάς έπαιζε την ασκομαντούρα και οι άλλοι ελέγανε μαντινάδες. Σε μια στιγμή εσταμάτησε το όργανο και λέει: –Σταθείτε να πω και ’γώ μνια μαντινάδα.  Επεμβαίνει ο Διονύσης ο Ζαχαριουδάκης, που εκάτεχε τα ερωτικά μυστικά του Κλαρινά στη γειτονιά που περνούσανε κείνηνα την ώρα και του κάνει:  –Παίζε και’γώ θα πω μνια για σένα.  Και τηνε ταίριαξε επιτόπου:

       Το όργανό’ναι μουσικό, φτιαγμένο με τη σφάκα

       κι η κοπελιά που σ’αγαπά ξανθιά και μαυρομάτα.

(Όργανο εννοούσε την ασκομαντούρα του φίλου ντου).

Ωραία πράματα, αδέρφια. ε; Και λέω κι εγώ:

       Πού (ν) τα παντέρμα τα παλιά, πού’ναι τα περασμένα,

       όμορφα που περνούσαμε, μα’δά’ναι ούλα ξένα.

Εμείς, όμως, θα τα ξανασάξομε όπως ήτανε πρώτα. Ίντα λέτε;