Νότια Κρήτη

Ερευνητές μετατρέπουν τα λύματα του κατσίγαρου σε πρακτικές χρήσεις

Ερευνητές μετατρέπουν τα λύματα του κατσίγαρου σε πρακτικές χρήσεις

Το επιστημονικό άρθρο μεταφράστηκε από τον χημικό μηχανικό Θοδωρή Κοκκινάκη.

A-
A+
04/11/2017 | 20:10

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Olive Oil Times, στις 12 Οκτωβρίου 2017, μεταφράστηκε από τον συνταξιούχο Χημικό Μηχανικό με καταγωγή από τη Βασιλική του Δήμου Γόρτυνας κ. Θοδωρή Κοκκινάκη. 

Αναφέρεται σε μια έρευνα για το πώς μπορεί να μειωθεί η επιβλαβής επίδραση των λυμάτων του ελαιοτριβείου στο περιβάλλον.

Εξάλλου είναι γνωστή εδώ και αρκετούς μήνες η προσπάθεια που γίνεται από μερίδα φορέων και κατοίκων της περιοχής, που έχουν στραφεί ενάντια στη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας ελαιοπυρήνα, ως κατάλοιπο της έκθλιψης του ελαιοκάρπου.

Μας το έστειλε και ευχαρίστως το δημοσιεύουμε.

 

Τίτλος : “Ο στόχος είναι να χρησιμοποιηθούν οι τοπικοί πόροι με έναν απλό τρόπο προκειμένου να αναπτυχθεί μια κυκλική οικονομία”.

Από τον Mejdi  Jeguirim, Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών του Mulhouse

“Το ελαιόλαδο εκτιμάται για τις γαστρονομικές του χρήσεις και τα οφέλη για την υγεία σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η διαδικασία παραγωγής του οδηγεί σε άφθονες ποσότητες αποβλήτων, η οποία μειώνει τη γονιμότητα του εδάφους, μολύνει τα υπόγεια ύδατα και βλάπτει τα πέριξ οικοσυστήματα.

Τώρα, οι επιστήμονες έχουν βρει έναν τρόπο να μετατρέψουν ορισμένα από αυτά τα αρνητικά στοιχεία σε θετικά. Ανέπτυξαν μια διαδικασία που αλλάζει το ρυπογόνο αυτό απόβλητο σε χρήσιμα προϊόντα και συγκεκριμένα σε βιολογικό λίπασμα, πράσινο καύσιμο (βιο-καύσιμο) και  σε ασφαλές νερό για άρδευση καλλιεργειών.

Στη διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου, οι ελιές συνθλίβονται και αναμιγνύονται με νερό. Στη συνέχεια, το ελαιόλαδο εξάγεται και τα βρώμικα λύματα απορρίπτονται. Το μεγαλύτερο μέρος του ελαιολάδου παράγεται στις μεσογειακές χώρες, όπου η διαδικασία άλεσης παράγει περίπου 8 δισεκατομμύρια γαλόνια αποβλήτων ετησίως.

Τέτοιες τεράστιες ποσότητες αποβλήτων αποτελούν πρόκληση στη διάθεση τους. Η απομάκρυνση των λυμάτων είναι προβληματική. Η απόρριψή τους σε ρέματα μπορεί να μολύνει το πόσιμο νερό και να αποτελέσει κίνδυνο για την υδρόβια ζωή.  Η χρήση τους σε καλλιέργειες μπορεί να είναι επιζήμια για το έδαφος και για τη συγκομιδή. Οι επιστήμονες προσπάθησαν να κάψουν τα λύματα αυτά μαζί με άλλα απόβλητα, αλλά η διαδικασία ήταν είτε πολύ δαπανηρή είτε δημιούργησε απαράδεκτα μεγέθη ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Σε μια νέα μελέτη, ο Mejdi  Jeguirim και οι συνεργάτες του αναρωτήθηκαν εάν θα μπορούσαν να αλλάξουν τα λύματα του κατσίγαρου (OMW) σε πρακτικά βιώσιμα προϊόντα. Συνδύασαν τα OMW με πριονίδια από κυπαρίσσι, ένα άλλο απόβλητο προϊόν κοινό στην περιοχή της Μεσογείου. Μετά από γρήγορη ξήρανση του μείγματος, συνέλεξαν το εξατμισμένο νερό, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για άρδευση καλλιεργειών.(Τα πριονίδια του κυπαρισσιού λειτούργησαν δηλαδή σαν φίλτρο καθαρισμού του νερού).

Στη συνέχεια η ομάδα υπέβαλε το στερεό μέρος του μείγματος σε πυρόλυση, η οποία είναι η εφαρμογή υψηλής θερμότητας χωρίς οξυγόνο σε οργανικό υλικό. Ελλείψει οξυγόνου, δεν υπάρχει καύση στο υλικό. Ωστόσο, αποσυντίθεται σε κάρβουνο και εύφλεκτα αέρια. Οι επιστήμονες συνέλεξαν το αέριο και το  συμπύκνωσαν  σε  βιο-καύσιμο, ένα καύσιμο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πηγή θερμότητας για την ξήρανση του μείγματος OMW-πριονίδι και τη διεξαγωγή της πυρόλυσης.

Τέλος, συγκέντρωσαν τον ξυλάνθρακα, που ήταν πλούσια πηγή καλίου, αζώτου, φωσφόρου και άλλων θρεπτικών ουσιών. Αφού χρησιμοποίησαν αυτό για πέντε εβδομάδες ως βιο-λίπασμα για φυτά σε γλάστρες, παρατήρησαν  ότι αυξήθηκε  σημαντικά η ανάπτυξη των φυτών, με αποτέλεσμα  να προκύψουν μεγαλύτερα φύλλα και μεγαλύτερες αποδόσεις.

Το έργο αυτό προσφέρει τη δυνατότητα διαχείρισης των λυμάτων από ελαιόλαδο ως πηγή θρεπτικών συστατικών για τα φυτά “, δήλωσε ο Jeguirim, του Γαλλικού Ινστιτούτου Επιστήμης των Υλικών του Mulhouse.

Ο στόχος είναι να χρησιμοποιηθούν οι τοπικοί πόροι με έναν απλό τρόπο προκειμένου να αναπτυχθεί μια κυκλική οικονομία (αειφορία). Τα κυριότερα οφέλη προέρχονται από τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο που μειώνεται, καθώς και από την παραγωγή βιολογικού λιπάσματος ».

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ACS Sustainable Chemistry & Engineering.